- αγιολούλουδο
- αγιολούλουδο τοцветок как «благословение» (с Плащаницы, Креста, иконы)Этим.< άγιος + λουλούδι «святой + цветок»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αγιολούλουδο — το αγιασμένο λουλούδι από τον επιτάφιο ή από εικόνα αγίου, που συνήθως τό καίνε και καπνίζουν τον άρρωστο πιστεύοντας ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες … Dictionary of Greek